- πικραντικός
- -ή, -όαυτός που μπορεί να κάνει κάτι πικρό ή να προκαλέσει λύπη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πικραντικός — ή, όν, Α [πικραίνω] αυτός που έχει την προδιάθεση να πικραίνεται. επίρρ... πικραντικῶς φρ. «πικραντικῶς διατίθεσθαι» με την προδιάθεση να πικραίνεται, να θλίβεται … Dictionary of Greek
πικραντικῶς — πικραντικός disposed to bitterness. adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)